22482
post-template-default,single,single-post,postid-22482,single-format-standard,qode-social-login-1.1.3,qode-restaurant-1.1.1,stockholm-core-2.3.2,select-theme-ver-9.6.1,ajax_fade,page_not_loaded,smooth_scroll,,qode_menu_center,wpb-js-composer js-comp-ver-7.4,vc_responsive

Γαρδένιες για τον μπαμπά μου

Πηγαίναμε κάθε Μεγάλη Παρασκευή. Ο πατέρας μου και οι δύο αδελφοί του. Η γιαγιά μου και οι δύο αδελφές τις. Η μητέρα μου και ο αδελφός μου. Τα ξαδέλφια μου. Για την οικογένειά μου, που ανέβαινε από το Ψυχικό στην Κηφισιά, εκείνη την εποχή, ήταν εκδρομή.

Στο νεκροταφείο γινόταν μία σύντομη τελετή. Ο παπάς έψελνε και λιβάνιζε. Τρισάγιο για τον παππού μου, που οι θείοι μου δεν γνώρισαν-είναι μικρότεροι από τον πατέρα μου. Κι ο πατέρας λίγο τον πρόλαβε. Δέηση και για διάφορους άλλους, μακρινούς, άγνωστους σε μας, συγγενείς. Λίγα λουλούδια στον τάφο και μετά μεσημεριανό στο Ξενία, στο Κεφαλάρι. Το φαγητό ήταν νηστίσιμο, ανάλατο και άνοστο. Με τα ξαδέλφια παίζαμε με τα αλατοπίπερα και τις οδοντογλυφίδες στο τραπέζι. Στην ανάμνησή μου είχε συννεφιά, αλλά μπορεί να κάνω και λάθος.

Μία πολύ ηλιόλουστη μέρα έφυγε ένας έφηβος, ένας παιδικός φίλος του αδελφού μου. Μόλις δεκαέξι χρονών. Τροχαίο. Μοτοσυκλέτα. Ήταν ένας άγγελος, με τα ξανθά του σγουρά μαλλιά. Ήταν η πρώτη φορά που παρατήρησα τον διάδρομο που οδηγεί στους τάφους. Πολλά κυπαρίσσια, καντήλια και μαρμάρινες βρύσες. Ο τάφος του είναι σχεδόν απέναντι από το δικό μας.

Ο πατέρας μου περπατούσε δίπλα μου. «Τι σου είναι η ζωή; Λίγα μέτρα στο νεκροταφείο.» είπε χαμηλόφωνα. Αυτό μπορεί να έγινε και σε άλλη κηδεία.

Πρώτη έφυγε η μικρή αδελφή της γιαγιάς, στα εξήντα εννιά της. Τότε τη θυμάμαι γριά. Μετά από χρόνια, βιαστικά η μία μετά την άλλη, η γιαγιά, η μεγάλη αδελφή της, ύστερα η θεία μου από καρκίνο. Η αρρώστια και ο θάνατος της θείας μου με δυσκόλεψαν πολύ.

Ακολούθησε μία ανάπαυλα ζωής. Κανείς μας δεν επισκεπτόταν τους τάφους – μόνο το νεκροταφείο για κηδείες τρίτων. Το καφενείο ήταν απέναντι, όχι μέσα.

Ο θόλος της μικρής εκκλησίας είναι γαλάζιος με αστέρια. Τον παρατήρησα πια όταν έχασα τον μπαμπά μου. Ο έναστρος ουρανός. Κοιτάς ψηλά γιατί δε θέλεις να κοιτάξεις τον κόσμο γύρω σου που σε κοιτάει λυπημένος, που σε κοιτάει με οίκτο, εσένα, τον πρώτο από τους συγγενείς. Κοιτάς ψηλά γιατί δε θέλεις να δεις μπροστά σου. Ποιος είναι μπροστά σου; Τι βρίσκεται μέσα σε αυτό το ξύλινο κουτί; Κοιτάς ψηλά για να χαθείς ψηλά, να γίνεις δισυπόστατος, να μη νιώθεις.

Είναι η δεύτερη Μεγάλη Παρασκευή που θα πάω στο νεκροταφείο. Πήγα και πέρσι. Το ξέρω, αλλά δεν το θυμάμαι. Στεκόμουν πιο κει και σου μιλούσα. Στεκόμουν σε κάποιου άλλου τα μάρμαρα, γιατί σε εμάς είχε πολύ ήλιο. Ίσως να μην ήταν τη Μεγάλη Παρασκευή, ίσως να ήταν καλοκαίρι. Δε θυμάμαι καλά, μόνο νιώθω.

Θέλω να σου φέρω γαρδένιες. Θυμάσαι που πάντα έκοβες και μου έδινες πριν φύγω από το σπίτι;

*Στη φωτογραφία μία γαρδένια, που τόσο του άρεσαν